Τα δύο τρίτα της γήινης επιφάνειας σκεπάζονται από ωκεανούς. Τα νερά φτάνουν κάποτε σε βάθος επτά μιλίων, που σε ύψος είναι μεγαλύτερο και από των πιο ψηλών βουνών. Κάτω στα βαθειά, η πίεση του νερού είναι χίλιες φορές μεγαλύτερη από όση είναι στην επιφάνεια και το φως δε φτάνει ποτέ σ’ αυτά τα βάθη.
Κάτω απ΄τον υποβρύχιο αυτό κόσμο, κάποτε πιάστηκε ένα σκουλήκι χελιού (χέλι μωρό) που είχε μήκος έξι πόδια. Απ’ αυτό μπορούμε να κρίνουμε ότι στα σκοτεινά αυτά βάθη θα πρέπει να ζουν χέλια μήκους 130 ποδιών, πράγμα που σημαίνει πως πολλές από τις ναυτικές ιστορίες για τέρατα της θάλασσας, δεν είναι ψεύτικες.
Η ζωή πάνω στη γη – τα πρώτα φυτά και μετά τα πρώτα ζώα – ξεκίνησε από τους ωκεανούς. Πώς ξεκίνησε, είναι πάντα μυστήριο. Ένα μυστήριο, που το κρατούν ζηλότυπα τα σκοτεινά αυτά και μυστηριακά βάθη.
Ότι υπάρχουν πράγματι πολλά παράξενα ψάρια μέσα στις θάλασσες, αποδείχτηκε μία ακόμη φορά τον Ιανουάριο του 1953, από το ψάρεμα ενός ψαριού που οι επιστήμονες πίστευαν πως είχε εξαφανιστεί πριν από 75 εκατομμύρια χρόνια. Η ανακάλυψη αυτή χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη ζωολογική ανακάλυψη του 20ου αιώνα.
Όταν ανασύρθηκε από τη θάλασσα το ψάρι αυτό, ήταν ολοζώντανο, είχε μήκος πέντε ποδιών και ζύγιζε εκατό λίβρες. Όπως διαπιστώθηκε, ήταν ένα είδος του προϊστορικού είδους, που οι παλαιοντολόγοι ονομάζουν “κοιλάκανθο”. Το ψάρι αυτό είναι ο στενότερος συγγενής μίας ομάδας ψαριών, από τα οποία προήλθαν όλα τα σπονδυλωτά που ζουν στην ξηρά, μεταξύ των οποίων και ο άνθρωπος.
Η ανακάλυψη αυτού του ζωντανού απολιθώματος ήταν ένα σπάνιο γεγονός στην επιστημονική ιστορία και αποτελούσε μία περίπτωση ιδιαίτερης σημασίας, αφού ο κοιλάκανθος είναι ένα πλάσμα, που έχει μεγάλη σχέση με τα πρώτα στάδια της ζωής των χερσαίων ζώων και η μελέτη του θα έριχνε φως πάνω στις πρωταρχικές φάσεις της εξέλιξης των ειδών, δηλαδή στο πώς βαθμιαία τα σπάραχνα έγιναν πνεύμονες και το κρύο αίμα, ζεστό.
Μέχρι το 1938, οι παλαιοντολόγοι πίστευαν ότι οι κοιλάκανθοι είχαν εξαφανιστεί πριν από 75 εκατομμύρια χρόνια. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1938, μερικά μίλια δυτικά του Νέου Λονδίνου της Δυτικής Αφρικής, ψαρεύτηκε σε βάθος 240 ποδιών ένα ψάρι, που αργότερα αναγνωρίστηκε ως κοιλάκανθος.
Ο Νοτιοαφρικανός ιχθυολόγος, Τζέημς Σμιθ, του Πανεπιστημίου της Ροδεσίας (η σημερινή Ζιμπάμπουε), ταξίδεψε προκειμένου να εξετάσει το ψάρι αυτό. Όταν όμως έφτασε στο Νέο Λονδίνο, το ψάρι είχε σαπίσει και το είχε πάρει κάποιος ειδικός, ο οποίος του είχε βγάλει το δέρμα, τα κόκκαλα και είχε κόψει το κεφάλι και όλα τα άλλα μέλη, που ενδιέφεραν την επιστήμη.
Ο Καθηγητής Σμιθ ξόδεψε από τότε 14 ολόκληρα χρόνια, ψάχνοντας να βρει έναν άλλο κοιλάκανθο. Περπάτησε χιλιάδες μίλια στις ανατολικές ακτές της Αφρικής μαζί με τη γυναίκα του, μοιράζοντας φυλλάδια γραμμένα στα αγγλικά, γαλλικά και πορτογαλικά, ζητώντας τη βοήθεια των ιθαγενών ψαράδων. Έτσι, η ανακάλυψη του δεύτερου κοιλάκανθου ήταν ένας συνδιασμός τύχης και δουλειάς του Καθηγητή Σμιθ. Να τι ανέφερε το πώτο τηλεγράφημα των “Τάιμς της Νέας Υόρκης” από το Ντέρμπαν της Νοτίου Αφρικής:
“Ο Καθηγητής ταξέδεψε με πλοίο επιστρέφοντας στο σπίτι του στο Grahamstown με τόνους από διάφορα είδη ψαριών που είχε μαζέψει με ένα μικρό πλοίο μεταξύ της Ζανζιβάρης και των Κομόρων νησιών, ανοιχτά της Μαδαγασκάρης. Ο Καθηγητής Σμιθ είχε από καιρό μιλήσει στον καπετάνιο Χαντ για τον κοιλάκανθο, που καθώς υπολογίζουν οι επιστήμονες εμφανίστηκε πριν από 300 εκατομμύρια χρόνια.
Μόλις έλαβε, λοιπόν, ο Καθηγητής το μήνυμα του καπετάνιου που έλεγε πως είχε πιάσει έναν κοιλάκανθο, έφυγε αμέσως από το Ντέρμπαν με ένα στρατιωτικό αεροπλάνο που του το παραχώρησε ο Πρωθυπουργός Ντανιέλ Φρανσουά Μαλάν. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε σε ένα νησάκι των Κομόρων νησιών και ο Καθηγητής βρήκε τον κοιλάκανθο σπαργανωμένο με βαμβάκι πάνω στο κατάστρωμα του καϊκιού του καπετάνιου Χαντ.
Όταν το είδε, ο κ. Σμιθ είπε πως ήταν πραγματικά ένας κοιλάκανθος και μάλιστα διαφορετικού είδους από εκείνον που πιάστηκε το 1938. Τον είχε πιάσει ένας ιθαγενής ψαράς στα 60 πόδια βάθος και 200 γυάρδες μακριά από την ακτή και τον πήγε το πρωί στην αγορά. Ένας άλλος ιθαγενής που γνώρισε το ψάρι από τα φυλλάδια του Καθηγητή Σμιθ, τον εμπόδισε να το πουλήσει και του είπε πως θα έπαιρνε “πολλά λεφτά”. Και πραγματικά, ο ψαράς έκανε την τύχη του, παίρνοντας τις 100 λίρες της αμοιβής”.
Η είδηση έφτασε αμέσως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Καθώς είπε ο Δρ. Άλμπερτ Παρ, Διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, “η ανακάλυψη αυτή είναι η σπουδαιότερη ζωολογική ανακάλυψη του αιώνα”. Αργότερα, έπειτα από λίγες μέρες, ο Καθηγητής Σμιθ ανακοίνωσε πως το ψάρι δεν ήταν, δυστυχώς, σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Ο ιθαγενής που το είχε ψαρέψει, χτύπησε το πολύτιμο αυτό για την επιστήμη δείγμα με καμάκι στο κεφάλι, για να το σκοτώσει. Ο καπετάνιος που το παρέλαβε από τον ιθαγενή, το έδωσε στους ναύτες που το έκοψαν, το αλάτισαν και του έβγαλαν τα εντόσθια, για να μη βρωμίσει. Το περισσότερο μυαλό και τα μαλακά μέρη του χοντροκόκαλου κεφαλιού χάθηκαν. Τα υπόλοιπα, όμως, εσωτερικά όργανα ήταν άθικτα, ώστε φαινόταν ότι θα ήταν δυνατή η σύγκριση της λειτουργίας και της μορφής των οργάνων αυτών, που διαμορφώθηκαν πριν από 300 εκατομμύρια χρόνια, με τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου και των ζώων που κατοικούν σήμερα στον πλανήτη.
Ένα απολίθωμα κοιλάκανθου έπειθε τους επιστήμονες ότι τα ψάρια αυτά γεννούσαν μικρά ζωντανά ψάρια. Και αφού το έμβρυο δίνει την εικόνα της βαθμιαίας εξέλιξης των ειδών, αν κατάφερναν να πιάσουν ένα θηλυκό κοιλάκανθο με αγέννητα μικρά, θα μπορούσαν, ίσως, να μπουν στα μυστήρια του πιο μακρυνού παρελθόντος της οργανικής μας ζωής και ίσως τόσο πολύ πίσω, στα 600 εκατομμύρια χρόνια, όταν η ζωή πρωτοφανερώθηκε πάνω στη γη.
Μια και μέχρι τότε είχαν πιαστεί δύο κοιλάκανθοι και λέγονται έτσι τα ψάρια αυτά γιατί έχουν “κοίλας τας ακάνθας”, δηλαδή τα κόκαλα του σκελετού τους, ο Καθηγητής Σμιθ πίστευε ότι μία επιμελής έρευνα θα είχε σαν αποτέλεσμα την ανακάλυψη κι άλλων.
Η οικογένεια των ψαριών που λέγονται “κοιλάκανθοι”, σύμφωνα με τη μελέτη των παλαιοντολόγων πάνω στα απολιθώματα, έχει στενή αλλά όχι “ευθεία” σχέση με τα σύγχρονα χερσαία σπονδυλωτά. Ο κοιλάκανθος είναι ένα από τα τρία είδη ψαριών που είναι απόγονοι των “κροσσοπτερυγίων”, μίας οικογένειας που έχει ιστορία 300 εκατομμυρίων ετών. Ο ένας απόγονος της οικογένειας αυτής είναι το “πνευμονόψαρο”, που δεν τα κατάφερε με την εξέλιξη. Ένα άλλο παρακλάδι της ίδιας οικογένειας των “κροσσοπτερυγίων”, είναι η ποικιλία των κοιλάκανθων. Ο τρίτος κλάδος της ιστορικής αυτής οικογένειας είναι οι αρχαίοι πρόγονοι των σημερινών χερσαίων ζώων.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία των απολιθωμάτων από τον κλάδο αυτό – των ριπιδιστίων παρήχθησαν τα αμφίβια ζώα και από τα αμφίβια, προέκυψαν τα ερπετά. Πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια, μία σειρα από ερπετά έγιναν πουλιά και μία άλλη σειρά, έγιναν θηλαστικά. Σύμφωνα με τις περισσότερες αρμόδιες γνώμες, ο άνθρωπος εξελίχθηκε στην αλυσίδα των μαστοφόρων στην τελευταία υποδιαίρεση της τεράστιας αυτής γραμμής των 300 εκατομμυρίων χρόνων, που αποτελεί το ένα δέκατο της ηλικίας της γης και του κόσμου.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των απογόνων των κροσσοπτερυγίων είναι πως έχουν έξι περίεργα πτερύγια – δύο ακριβώς πίσω από το κεφάλι, δύο κάτω από την κοιλιά και από ένα πάνω και κάτω από την ουρά. Τα πτερύγια αυτά στηρίζονται σε ένα είδος σάρκινου “κοτσανιού” και μοιάζουν με άμορφα μέλη. Το ψάρι που πιάστηκε τον Ιανουάριο του 1953, λέγεται πως είχε κάποια χοντρική ομοιότητα με κορμί ανθρώπου.
Σύμφωνα με την επικρατούσα γνώμη για την εξέλιξη, τα πρώτα χερσαία σπονδυλωτά προέκυψαν από μία ποικιλία ριπιδιστίων του γλυκού νερού, που προϋπήρξαν των αμφιβίων. Το ψάρι αυτό του γλυκού νερού ήταν αναγκασμένο σε καιρούς ξηρασίας να σέρνεται από τη μία τρύπα στην άλλη, όπου υπήρχε νερό. Γι’ αυτήν την πορεία του, χρησιμοποιούσε τα κοντόχοντρα αυτά πτερύγια, σαν πόδια. Κάποτε, σε μία μεταβατική περίοδο, το ψάρι αυτό δεν βρήκε απαραίτητο να φτάσει την τρύπα με το νερό. Μπορούσε να ζήσει και στην ξηρά.
Η λειτουργία της φυσικής επιλογής είναι, σύμφωνα με τη γνώμη των βιολόγων, ο πρωταρχικός παράγοντας της εξέλιξης των ειδών. Έτσι, την εποχή της ξηρασίας, ένα ψάρι ικανό να σύρρεται στην ξηρα κάπως καλύτερα, ή να μένει έξω από το νερό λίγο περισσότερο από τα άλλα όμοιά του ψάρια, είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει. Έτσι, σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν τα αμφίβια.
Πάντως, ο κοιλάκανθος που ψαρεύτηκε στη Νότια Αφρική, έζησε με ελάχιστες μεταβολές επί εκατοντάδες εκατομυρίων χρόνων. Γιατί αυτό πρέπει να είναι αλήθεια και ποια σπηλιά στα βαθη του ωκεανού κρύβει τον προϊστορικό πρόγονο του ψαριού αυτού, είναι δύο ερωτήματα εξίσου δύσκολα να τους δοθεί απάντηση.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 25/01/1953…