Η νοσοκόμα αυτή εμφανιζόταν μόνο στους βαριά αρρώστους, που απείχαν λίγες ώρες απ’ τον θάνατο. Σκοπός της ήταν ολοφάνερα να τους ανακουφίσει από τον πόνο και το φόβο, κατά τη μετάβασή τους από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών.
Η μοναδική διαφορά της από τις σύγχρονες νοσοκόμες ήταν ότι φορούσε γκρι στολή και συγκεκριμένα τη γκρι στολή με φούστα κλος που φορούσαν παλαιότερα οι νοσοκόμες στο ίδιο νοσοκομείο. Ανεξάρτητα από το πόσο αισιόδοξοι ήταν οι γιατροί για την πορεία ενός βαριά ασθενούς, είχε γίνει κοινή πεποίθηση πως αν παρουσιαζόταν η γλυκύτατη νοσοκόμα, ο ασθενής μοιραία θα κατέληγε.
Οι θεάσεις γίνονταν με τέτοια συχνότητα και ένταση, ώστε η διεύθυνση του νοσοκομείου αναγκάστηκε να αναλάβει δράση. Μάλιστα, ο Δόκτωρ Πολ Τάρνερ έστειλε μακροσκελέστατη έκθεση για τη νοσοκόμα–φάντασμα στην “Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών” με έδρα το Λονδίνο, δημιουργώντας μεγάλη αίσθηση και θόρυβο. Αυτή η έκθεση περιελάμβανε συνταρακτικά γεγονότα, τα οποία επιβεβαιώνονταν από γιατρούς, νοσοκόμες και νυχτοφύλακες.
Ο δημοσιογράφος Νόρμαν Πράις παράθεσε μερικές συγκλονιστικές μαρτυρίες, τις οποίες μετέφερε όπως ακριβώς περιγράφονταν στην παραπάνω έκθεση: “Η νοσοκόμα φάντασμα παρουσιάστηκε μια νύχτα σ’ έναν άρρωστο, που φαινόταν να συνέρχεται γρήγορα, ύστερα από μια σοβαρή εγχείρηση. Οι γιατροί πίστευαν πως θα επέστρεφε σπίτι του εντελώς υγιής το πολύ σε δέκα ημέρες. Καθώς όμως η νοσοκόμα υπηρεσίας του έτριβε την πλάτη, ο ασθενής τη ρώτησε αν εργαζόταν πάντα μαζί με την… άλλη νοσοκόμα. Η γυναίκα του εξήγησε πως μόνο εκείνη τον περιποιούνταν. Ο ασθενής όμως επέμεινε πως η νοσοκόμα με τη γκρι στολή ήταν πολύ περιποιητική και πως κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια του, εκείνη ήταν πάντα εκεί και του έδινε να πιεί νερό. Η νοσοκόμα υπηρεσίας νόμισε πως αστειευόταν ή ότι είχε πυρετό. Γεγονός όμως ήταν πως παρά τις αισιόδοξες, αρχικές προβλέψεις, τελικά ο ασθενής απεβίωσε τη δεύτερη μέρα”.
Μια άλλη ενδεικτική περίσταση είναι η εξής: “Μια νοσοκόμα γέμισε με νερό το άδειο ποτήρι του ετοιμοθάνατου αρρώστου στις 8:30 το πρωί. Εκείνος όμως αρνήθηκε να πιει, γιατί μόλις του είχε δώσει να πιει νερό η συμπαθέστατη νοσοκόμα με τα γκρι που εκείνη τη στιγμή, καθώς ισχυρίστηκε, καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του. Η νοσοκόμα υπηρεσίας έστρεψε το βλέμμα της προς τα εκεί που της έδειχνε ο καταπονημένος άντρας, μα δεν είδε κανέναν… Μετά από λίγες ώρες, ο άρρωστος ξεψύχησε με ένα ήρεμο χαμόγελο να διαγράφεται στα κλειστά του χείλη”.
Πολλοί ασθενείς του λονδρέζικου νοσοκομείου, για πάνω από εξήντα χρόνια, πριν πεθάνουν, εκμυστηρεύονταν στους οικείους τους τη γαλήνη που προκαλούσε στις ψυχές τους η καλοσυνάτη, συμπαθέστατη και πολύ περιποιητική νοσοκόμα με τα γκρι. Περιέγραφαν τα χέρια της ως ιδιαιτέρως ζεστά και τη φωνή της ως μελωδικότατη. Πάσχιζε με εγκαρδιότητα και πραότητα να τους ανακουφίσει στις τελευταίες τους στιγμές, συχνά προσφέροντάς τους νερό ή ακόμα και τσάι, μιλώντας τους τρυφερά, παίρνοντας από πάνω τους το φορτίο της μεγαλύτερης αγωνίας: της σφοδρής αγωνίας μπροστά στον ανίκητο θάνατο…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 21/10/1961…